Ο «Ύμνος της Βαβυλώνας» αποκρυπτογραφήθηκε μετά από 2.100 χρόνια

– Ένα από τα αρχαιότερα ποιήματα

Ένας ύμνος αφιερωμένος στην αρχαία πόλη της Βαβυλώνας φτάνει στα χέρια των μελετητών μετά από 2.100 χρόνια, με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης.

Πρόκειται για έναν ύμνο στον θεό Μαρδούκ και περιγράφει με εκπληκτικές λεπτομέρειες την αρχαία πόλη-κέντρο του πολιτισμού της αρχαιότητας στη Μέση Ανατολή, ο οποίος διασώθηκε μέσα από συγκεντρωμένα θραύσματα πήλινων πλακών.

Γύρω στο 100 π.Χ. νεαροί γραφείς μελετούσαν ένα αρχαίο ποίημα που εξυμνούσε τον θεό Μαρδούκ και τη χαμένη δόξα του πολιτισμού του. Το έργο αυτό, χαμένο για αιώνες, αποκρυπτογραφήθηκε πρόσφατα από επιστήμονες με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης, μέσα από 30 κομμάτια πλακιδίων όπου το ποίημα ήταν χαραγμένο με σφηνοειδή γραφή.

Ανήκει στα σημαντικότερα έργα της βαβυλωνιακής λογοτεχνίας. Περιγράφει έναν επίγειο παράδεισο στις όχθες του Ευφράτη, μια ιερή πόλη με πύλες από πολύτιμους λίθους και άφθονα καρποφόρα λιβάδια. Η Βαβυλώνα εμφανίζεται σύμβολο αισθητικής αρτιότητας και υπόδειγμα αρετής και αξιών, τα οποία εξέπεμπε αυτό το πολιτιστικό κέντρο που για αιώνες κυριαρχούσε.

Η σύνθεση του ύμνου φαίνεται να έγινε λίγο πριν τον 13ο αιώνα π.Χ., περίοδος που συμπίπτει με τα τελευταία τμήματα του Έπους του Γιλγαμές και πριν από τον Τρωικό Πόλεμο. Παρά το πέρασμα των αιώνων και τις κατακτήσεις με πιο καθοριστική αυτή του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 331 π.Χ., κομμάτια του ποιήματος διασώθηκαν στις ανασκαφές της Σιπάρ, περίπου 65 χιλιόμετρα βόρεια της Βαβυλώνας, αναφέρουν σε δημοσίευμά τους οι Times.

Από τα τέλη του 19ου αιώνα οι πλάκες που βρέθηκαν στη Σιππάρ έχουν ψηφιοποιηθεί και αναλυθεί από ερευνητές του Πανεπιστημίου του Μονάχου (LMU) και του Πανεπιστημίου της Βαγδάτης. Με τη χρήση αλγορίθμων, κατέστη δυνατή η ανακατασκευή των 2/3 του ύμνου, το οποίο εκτιμάται ότι είχε περίπου 250 στίχους.

Ο Enrique Jiménez, καθηγητής αρχαίων ανατολικών γλωσσών στο LMU, τόνισε τη λογοτεχνική αξία του ύμνου, ο οποίος, σε αντίθεση με άλλα έργα της εποχής που ήταν συλλογικά, φέρει τη σφραγίδα ενός μεμονωμένου δημιουργού, σημειώνεται χαρακτηριστικά. Ορισμένα σημεία του έργου φέρουν ακόμη και μετρικές σημειώσεις, κάτι εξαιρετικά σπάνιο στη βαβυλωνιακή ποίηση.

Ο ύμνος ξεκινά με εγκώμιο στον Μαρδούκ, τον «αρχιτέκτονα του σύμπαντος», που κυβερνά τα νερά και τροφοδοτεί τις πεδιάδες. Το κείμενο συνεχίζει με ζωντανές περιγραφές της άνοιξης και των πλημμυρών του Ευφράτη, σπάνια θεματολογία για τη μεσοποταμιακή λογοτεχνία. Επίσης, γίνεται αναφορά στον κοινωνικό και φιλανθρωπικό χαρακτήρα του βαβυλωνιακού πολιτισμού με στίχους όπως ο σεβασμός προς τους ξένους και η προστασία των ευάλωτων.

Αυτό που κάνει αυτή την ανακάλυψη ιδιαίτερα συναρπαστική είναι η σημασία του ύμνου αυτού για τους Βαβυλώνιους ακόμη και μετά την κατάκτηση της Βαβυλώνας το 331 π.Χ., καθώς φαίνεται οι κάτοικοι να το αντέγραφαν και να το μελετούσαν, ως μέρος της εκπαιδευτικής ύλης, όπως για παράδειγμα γίνονταν με τα ομηρικά Έπη για τους Έλληνες.

Η παλαιότερη σωζόμενη εκδοχή του κειμένου προέρχεται από ένα θραύσμα που χρονολογείται στον έβδομο αιώνα π.Χ. Οι πινακίδες από τη Σιπάρ δείχνουν ότι το ποίημα εξακολουθούσε να αντιγράφεται από τα παιδιά στα σχολεία μέχρι και τις τελευταίες ημέρες της Βαβυλώνας το 100 π.Χ. – 1.400 χρόνια μετά τη σύνθεσή του.

Ο καθηγητής Jiménez πιστεύει ότι το ποίημα γράφτηκε πρώτη φορά κάποια στιγμή γύρω στο 1500-1300 π.Χ., κάτι που το καθιστά ένα από τα παλαιότερα μακροσκελή ποιήματα από τη Βαβυλώνα.

Πηγή: www.iefimerida.gr