Έρχεται φόρος στα ανθυγιεινά τρόφιμα και στην Ελλάδα – Ποια προϊόντα θα ακριβύνουν

Η Ευρωπαϊκή Ένωσης χτυπά τη ζάχαρη και το αλάτι

– Τι αλλάζει στο καλάθι του σούπερ μάρκετ

Στη «σκιά» των 1,7 εκατομμυρίων θανάτων ετησίως από καρδιαγγειακές παθήσεις στην γηραιά ήπειρο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κινείται πλέον ταχύτατα και από τις θεωρητικές διατυπώσεις και τα ευχολόγια περνά στα αυστηρά μέτρα.

Όποιος καταναλώνει ζάχαρη, αλάτι και τρανς λιπαρά θα επιβαρύνεται οικονομικά. Σύμφωνα με δημοσίευμα του Brussels Signal, η Ευρωπαϊκή Ένωση προτείνει έναν ευρωπαϊκό φόρο σε υπερ-επεξεργασμένα τρόφιμα, πλούσια σε ζάχαρη, λίπος και αλάτι, ως μέρος του σχεδίου για μείωση των καρδιαγγειακών νοσημάτων.

Η Ένωση θέλει το σχέδιο να εγκριθεί έως τον Δεκέμβριο του 2025. Ο νέος φόρος λίπους και ζάχαρης δεν θα είναι υπερεθνικό μέτρο που θα αντικαταστήσει πιθανά υφιστάμενα εθνικά μέτρα περιορισμού στην κατανάλωση λιπαρών, ζάχαρης και αλατιού, αλλά θα είναι «φόρος-καπέλο», δηλαδή θα ισχύει επιπλέον των όσων οι εθνικές νομοθεσίες προβλέπουν και επιβάλλουν.

Το σκεπτικό των Βρυξελλών

Η λογική είναι απλή. Όποιοι επιλέγουν να καταναλώνουν τρόφιμα πλούσια σε επιβλαβή στοιχεία, όπως αλάτι, ζάχαρη και λίπη θα πληρώνουν φόρο, ο φόρος αυτός θα μπαίνει σε ένα ταμείο, το οποίο θα χρηματοδοτεί προγράμματα πρόληψης, έλεγχο της αρτηριακής πίεσης, του σακχάρου στο αίμα, αλλά και εκσυγχρονισμού και επέκτασης των χρήσεων ψηφιακής υγείας.

Ο στόχος είναι φιλόδοξος αλλά σύμφωνα με τους σχεδιασμούς εφικτός — τουλάχιστον θεωρητικά. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση θέλουν να δουν 20% μείωση των θανάτων από καρδιαγγειακά νοσήματα έως το 2035. Η Ε.Ε. υπολογίζει ότι το κόστος των καρδιαγγειακών νοσημάτων υπερβαίνει τα 282 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Η διαιώνιση της καταναλωτικής συνήθειας των φθηνών «κενών» θερμίδων που είναι συχνά ανθυγιεινές συγκρούεται άμεσα με το σκεπτικό και το όραμα της στρατηγικής «υγεία πρώτα».

Τι σημαίνει για την Ελλάδα

Η χώρα μας δεν έχει αξιοσημείωτες επιδόσεις στη φυσική υγεία. Σύμφωνα με την Global Nutrition / Nutrition Profile το ποσοστό των ενηλίκων με παχυσαρκία στην Ελλάδα είναι περίπου 27% (27.5% γυναίκες, 27.1% άνδρες), δηλαδή σημαντικό ποσοστό του ενήλικου πληθυσμού ζει με παχυσαρκία. Την ίδια στιγμή και οι αναφορές του ΟΟΣΑ δείχνουν ότι μεγάλο μέρος του πληθυσμού της χώρας μας είναι υπέρβαρο ή παχύσαρκο.

Παράλληλα, η Ελλάδα, παρά την παραδοσιακή μεσογειακή διατροφή, έχει απομακρυνθεί σημαντικά από τα υγιεινά διατροφικά πρότυπα, με αυξημένη κατανάλωση επεξεργασμένων τροφίμων, ειδικά στις νεότερες γενιές. Με αυτά τα δεδομένα το ενδεχόμενο εφαρμογής του Fat Tax στην Ελλάδα θα έχει πολλαπλές διαστάσεις.

Πίσω από το ράφι: Τι αλλάζει στα ψώνια

Πακέτα βουτύρου, έτοιμα γεύματα, αναψυκτικά με ζάχαρη — όλα αυτά ενδέχεται να δουν τις τιμές τους να αυξάνουν. Ενδεικτικά, αν ο φόρος ακολουθήσει το μοντέλο άλλων χωρών, ένα πακέτο μπισκότων των 2 ευρώ θα μπορούσε να φτάσει τα 2,40€, ενώ το βούτυρο θα ακρίβαινε κατά 15-20%.

Ο καταναλωτής θα αναγκαστεί να σκεφτεί δύο φορές πριν επιλέξει το «εύκολο και φθηνό», ενώ την ίδια ώρα οι μικρές επιχειρήσεις τροφίμων, όπως τα συνοικιακά μίνι μάρκετ θα δουν το περιθώριο κέρδους τους να εξανεμίζεται, καθώς θα γίνουν λιγότερο ανταγωνιστικά απέναντι στα μεγάλα σούπερ μάρκετ.

Η διττή όψη του μέτρου

Μπορεί ο φόρος λίπους να είναι θεωρητικά,  εμπνευσμένος και οι προθέσεις για την επιβολή του καλές, καθώς αφορούν την υγεία του ευρωπαϊκού πληθυσμού, ωστόσο οι συνέπειες του θα είναι πρωτίστως αρνητικές στο εισόδημα των καταναλωτών και στους προϋπολογισμούς των νοικοκυριών, ειδικά αυτών με χαμηλότερα εισοδήματα, που θα επηρεαστούν περισσότερο.

Σε ένα περιβάλλον διαρκούς ακρίβειας,  ειδικά των λεγόμενων «καλών» τροφίμων,  η επιλογή «φθηνού και ανθυγιεινού» συχνά παραμένει η μοναδική. Η στρατηγική της Ε.Ε. όμως προβλέπει έσοδα να κατευθύνονται στην πρόληψη και υποστήριξη των πιο ευάλωτων. Αυτό δίνει έστω μία «ασφαλιστική δικλείδα».

Με δεδομένο ότι η Ελλάδα διαθέτει υψηλό αριθμό υπέρβαρων και παχύσαρκων ενηλίκων, καθώς και μεγάλο αριθμό παχύσαρκων παιδιών και εφήβων, η εφαρμογή του Fat Tax μπορεί να αποτελέσει ένα κρίσιμο εργαλείο για τον περιορισμό του βάρους στον γενικό πληθυσμό και ταυτόχρονα μέτρο μακροπρόθεσμης πρόληψης καρδιαγγειακών νοσημάτων που σχετίζονται με τη διατροφή.

Δανία: Το πρώτο παγκόσμιο πείραμα

Το 2011, η Δανία έγινε η πρώτη χώρα που τόλμησε να βάλει φόρο στα κορεσμένα λιπαρά. Οποιοδήποτε προϊόν περιείχε πάνω από 2,3 γραμμάρια κορεσμένου λίπους ανά 100 γραμμάρια, ακριβαίνε.

Το αποτέλεσμα ήταν η τιμή του βουτύρου να ανέβει έως και 20%, τα έτοιμα σνακ είδαν τη λιανική τους να «τσιμπάει», και οι πολίτες βρέθηκαν ξαφνικά αντιμέτωποι με ένα πρωτόγνωρο δίλημμα: υγεία ή πορτοφόλι; Αν και το μέτρο έμεινε μόλις 15 μήνες σε ισχύ, πρόλαβε να δώσει ενδιαφέροντα δεδομένα.

Μελέτες έδειξαν ότι η κατανάλωση κορεσμένων λιπαρών έπεσε περίπου κατά 4%, ενώ υπολογίστηκε πως η αλλαγή στη διατροφή εάν συνεχιζόταν, πέραν των 15 μηνών που διήρκεσε το πρόγραμμα, θα μπορούσε να «σώσει» έως και 120 ζωές ετησίως, κυρίως από καρδιαγγειακά νοσήματα. Μπορεί το ποσοστό στη μείωση κατανάλωσης κορεσμένων λιπαρών να έπεσε μόνο κατά 4%, ωστόσο θεωρήθηκε επιτυχημένο μέτρο.

Οι αντιδράσεις που οδήγησαν στην κατάργηση

Παρά τις καλές προθέσεις, η πραγματικότητα αποδείχθηκε πιο σύνθετη. Οι καταναλωτές άρχισαν να πηγαίνουν για ψώνια στη Γερμανία και τη Σουηδία, όπου τα προϊόντα ήταν φθηνότερα. Οι επιχειρήσεις του κλάδου των τροφίμων αντέδρασαν καταγγέλλοντας το τεράστιο διοικητικό κόστος και τη μείωση των κερδών τους από την επιβολή του φόρου λίπους, ενώ και η κοινωνική δυσαρέσκεια μεγάλωσε.

Τον Ιανουάριο του 2013, η κυβέρνηση κατήργησε το μέτρο. Το «πείραμα» τελείωσε, αλλά ο δημόσιος διάλογος μόλις είχε αρχίσει.

Η εμπειρία της Ουγγαρίας

Την ίδια χρονιά, η Ουγγαρία προχώρησε σε δικό της μοντέλο: έναν εκτεταμένο φόρο σε προϊόντα με πολλή ζάχαρη, αλάτι καθώς και στα λεγόμενα «junk foods». Αρχικά, οι αγορές των «φορολογημένων» προϊόντων έπεσαν.

Όμως στη συνέχεια, η κατανάλωση ξαναπήρε ανοδική πορεία. Μέσα σε οκτώ χρόνια, το μερίδιο των ανθυγιεινών τροφών στην αγορά αυξήθηκε, αποδεικνύοντας ότι ο φόρος από μόνος του δεν αλλάζει συμπεριφορές σε βάθος χρόνου.

Το πιο ανησυχητικό; Τα χαμηλότερα εισοδήματα επιβαρύνθηκαν περισσότερο. Όταν ένα σνακ ακριβαίνει, για τον ευκατάστατο είναι λεπτομέρεια. Για τον φτωχότερο, είναι βάρος.

Επιτυχημένα παραδείγματα υπάρχουν

Αντίθετα, υπάρχουν και θετικά παραδείγματα. Στο Μεξικό, ο φόρος στα αναψυκτικά που επιβλήθηκε το 2014 οδήγησε σε μείωση της κατανάλωσης κατά 12% τα δύο πρώτα χρόνια. Στη Βρετανία, ο Soft Drinks Industry Levy που εισήχθη το 2018 είχε ως αποτέλεσμα πολλές εταιρείες να μειώσουν εθελοντικά τη ζάχαρη στα προϊόντα τους για να αποφύγουν τον φόρο,  κάτι που αποδεικνύει ότι τέτοια μέτρα μπορούν να λειτουργήσουν όταν συνδυάζονται με κίνητρα για αλλαγή των συνταγών.

Θα επιτύχει;

Πολλές φορές οι καλές προθέσεις των Βρυξελλών έρχονται σε σύγκρουση με την αδυσώπητη πραγματικότητα. Τα παραδείγματα των όσων συνέβησαν στην Δανία και την Ουγγαρία θα μπορούσαν να είναι άκρως αποτρεπτικά στην επιβολή του φόρου λίπους πανευρωπαϊκά. Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φαίνεται αποφασισμένη να προχωρήσει με τον Fat Tax. Η Ένωση ναι μεν καθορίζει ένα γενικό πλαίσιο κανόνων και περιορισμών, αλλά δίνει στα κράτη-μέλη τη δυνατότητα να κινηθούν ευέλικτα ως προς την πρακτική εφαρμογή.

Για την Ελλάδα, είναι ευκαιρία και ταυτόχρονα πρόκληση. Tο να «φορολογήσει» λιπαρές και επιβλαβείς «φθηνές» τροφές χωρίς να αυξήσει ανισότητες, χωρίς να επιβαρύνει δυσανάλογα τους καταναλωτές και ιδίως τα νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα.

Βέβαια, ο σκοπός και ο τελικός στόχος είναι ιδεαλιστικός και ευγενής: να γίνουμε ως λαός και πιο υγιής και ακόμα πιο μακρόβιος. Θα το πετύχουμε, να κερδίσουμε το στοίχημα της πρόληψης και της βελτίωσης της υγείας μας; Ο χρόνος θα το δείξει, είτε με την βιωματική εφαρμογή ενός πιο υγιεινού τρόπου ζωής, διατροφής και άθλησης, είτε με μέτρα επιβολής όπως ο «φόρος λίπους».

Πηγή: flash.gr