Νέες τεχνολογίες και ΑΙ αλλάζουν την εικόνα στα ΑΕΙ της Ελλάδας

«Οι περισσότεροι μαθητές επιλέγουν πιο εύκολα κάτι που είναι στο οπτικό τους πεδίο» είπε ο Δρ. Χρήστος Ταουσάνης
Του Δημήτρη Κετικίδη
Από την έντυπη έκδοση
«Τύπος Θεσσαλονίκης»
Σημαντικό ρόλο φέρεται να έπαιξε η άνοδος της τεχνητής νοημοσύνης στην επιλογή των υποψηφίων των Πανελλαδικών 2025 για σχολές όπως η πληροφορική, ενώ σε γενικές γραμμές φαίνεται πως δεν παρουσιάστηκε κάποια έκπληξη στα φετινά μηχανογραφικά.
Ο «Τύπος Θεσσαλονίκης» επικοινώνησε με τον Δρ. Χρήστο Ταουσάνη, επιστημονικό διευθυντή της EMPLOY EDU – Σύμβουλοι Εκπαίδευσης και Επικοινωνίας, ο οποίος είπε μεταξύ άλλων ότι «οι νέες τεχνολογίες παίζουν ρόλο επειδή έχουν γίνει βίωμα για τα παιδιά».
Αρχικά, ο κ. Ταουσάνης αναφέρθηκε στο ποιες τάσεις ξεχώρισαν στα φετινά μηχανογραφικά, λέγοντας:
«Ήταν 2-3 ξεκάθαροι παράγοντες και τάσεις. Αρχικά, οι υποψήφιοι έχουν μεταστραφεί στις νέες πολυτεχνικές σχολές, όπως τα τμήματα μηχανικών των πρώην ΤΕΙ και νυν πανεπιστημίων όπως το ΔΙΠΑΕ κλπ. Έχουν ιδρύσει πολυτεχνικές σχολές και έβαλαν τμήματα μηχανικών, γεγονός το οποίο επηρέασε έναν σημαντικό αριθμό υποψηφίων και εκτίναξε τις βάσεις σε αυτές τις σχολές.
Το δεύτερο στοιχείο είναι ακόμα για μια χρονιά βλέπουμε πτώση στις φιλολογικές σχολές και αυτό μεταφράζεται στο γεγονός ότι μεγάλος αριθμός δεν επιλέγει αυτά τα τμήματα επειδή δεν έχουν αποκατάσταση. Πολλά παιδιά δεν έχουν ενδιαφέρον για τα αρχαία κλπ. Ένα τρίτο και τελευταίο στοιχείο, είναι ότι για ακόμα μια φορά παρά τις προσπάθειες του υπουργείου Εθνικής Άμυνας να προσελκύσει κόσμο στα στρατιωτικά, οι υποψήφιοι δεν τις επέλεξαν είχαμε πτώση π.χ. και στην Ευελπίδων. Νομίζω ότι η πιο βασική παράμετρος για τις στρατιωτικές σχολές είναι δύο δεδομένα.
Το ένα ένα είναι η ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής που για έναν στρατιωτικό είναι αποτρεπτικό λόγω μεταθέσεων κλπ και δεύτερον ο μισθός ενός στρατιωτικού είναι πενιχρός.
Αν κάποιος στρατιωτικός φύγει μακριά, τότε με τα υψηλά ενοίκια αυτό που υπολείπεται από τον μισθό δεν αρκεί. Αν δεν υπάρξουν δραστικά μέτρα, αυτό θα συνεχιστεί για πολλά χρόνια».
Παράλληλα, μίλησε και για το κατά πόσο έχουν στραφεί οι υποψήφιοι σε άλλες σχολές σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, λέγοντας:
«Βλέπω πάρα πολύ ότι δίνεται έμφαση στα τμήματα της πληροφορικής, της μηχανικής, και όλα αυτά έχουν να κάνουν με όλες τις τάσεις της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης. Υπάρχουν κλασσικές επιστήμες όπως για παράδειγμα το μαθηματικό, οι οποίες δεν συμπληρώνουν τις θέσεις τους, αλλά βέβαια παίζει ρόλο και η ΕΒΕ».
Ιδιαίτερη αναφορά έγινε και στον ρόλο της τεχνητής νοημοσύνης, με τον κ. Ταουσάνη να τονίζει ότι επηρέασε αναμφίβολα τις επιλογές των μαθητών.
«Οι τάσεις, τα δεδομένα της κοινωνίας, επηρεάζονται. Το 2000, είχαμε υψηλές βάσεις και προτιμήσεις στα χρηματοοικονομικά λόγω χρηματιστηρίου, μετά είχαμε σε άλλες σχολές όπως δημοτική εκπαίδευση λόγω δημοσίου. Τώρα η πληροφορική, η τεχνητή νοημοσύνη είναι μέσα στο ραντάρ των παιδιών.
Οι περισσότεροι επιλέγουν πιο εύκολα κάτι που είναι στο οπτικό τους πεδίο. Οι νέες τεχνολογίες παίζουν ρόλο επειδή έχουν γίνει βίωμα για τα παιδιά».
Για το κατά πόσο παίζει σημαντικό ρόλο σήμερα η γεωγραφική τοποθεσία μιας σχολής, ο κ. Ταουσάνης ανέφερε:
«Πάρα πολύ αν αναλογιστούμε ότι στη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα και τον Πειραιά βρίσκεται τεράστιο ποσοστό του πληθυσμού. Πολύ δύσκολα πλέον θα δηλώσουν περιφερειακά πανεπιστήμια, και με τα μη κρατικά αυτό θα ενταθεί πολύ περισσότερο. Νομίζω είναι μια σύνθεση παραγόντων. Πλέον είναι πολύ υψηλό το κόστος συντήρησης ενός φοιτητή στην επαρχία. Η οικογένεια καλείται να πληρώσει ένα πολύ σεβαστό ποσό και το δεύτερο είναι ότι κατά τη γνώμη μου υπάρχει κακή κατανομή των προγραμμάτων σπουδών και των ειδικοτήτων.
Θα έπρεπε να υπάρχουν προγράμματα σπουδών που δεν υπάρχουν στις μεγάλες πόλεις αλλά και καινοτομία στην επαρχία έτσι ώστε αναγκαστικά αν θέλουν να ακολουθήσουν έναν συγκεκριμένο κλάδο, να πάνε στην επαρχία.
Το θέμα είναι να προσελκύσουμε παιδιά στην περιφέρεια. Να δημιουργήσουμε πολλές έριδες έτσι ώστε να εξαλειφθεί το κόστος διαβίωσης. Να υπάρχει μια έντονη διασύνδεση των προγραμμάτων σπουδών με την τοπική αγορά εργασίας. Για παράδειγμα σε ένα μέρος που υπάρχει οινοπαραγωγή, να δημιουργηθεί τμήμα οινολογίας. Πρέπει να γίνει ένας επανασχεδιασμός του ακαδημαϊκού χάρτη. Το να υπάρχει ένα τμήμα πληροφορικής το οποίο π.χ. έχει πέντε φοιτητές, δεν έχει καμία ουσία».
Ο ίδιος, σχολίασε και το γεγονός ότι παιδαγωγικές σχολές παρέμειναν σχετικά ψηλά, παρά το γεγονός ότι τα πρώτα χρόνια υπάρχει οικονομική αβεβαιότητα.
«Μια βασική παράμετρος, είναι ότι αυτά τα τμήματα είναι κοινά σε όλα τα παιδεία. Οι μαθητές βλέπουν αυτές τις σχολές ως εναλλακτική, για να τις δηλώσουν, ενώ το επάγγελμα του δασκάλου και του νηπιαγωγού π.χ. είναι αρκετά οικεία και οι μαθητές θεωρούν ότι μπορούν να καταλάβουν το αντικείμενο» τόνισε.
Σύμφωνα με τον κ. Ταουσάνη, φέτος δεν υπήρξαν εκπλήξεις στα μηχανογραφικά.
«Όσοι κάναμε μελέτη και ανάγνωση των τάσεων, είδαμε ότι δεν μπορούν να γίνουν εκπλήξεις. Είδαμε τμήματα τα οποία είχαν τεράστια πτώση αλλά και τεράστια άνοδο. Δεν μπορούν να γίνουν προβλέψεις βάσεων και δεν πρέπει να συμπληρώνεται το μηχανογραφικό με βάση προβλέψεις βάσεων» είπε.
Η κουβέντα πήγε και στο θέμα των πανελλαδικών εξετάσεων, και κατά πόσο θα μπορούσε να τροποποιηθεί το σύστημα εισαγωγής στα πανεπιστήμια.
«Πρέπει να συνεχίσουν να υπάρχουν οι πανελλαδικές, οι οποίες είναι ένας αδιάβλητος και αποδεκτός θεσμός, αλλά θα μπορούσε να προσμετράται και ο βαθμός και η πορεία του μαθητή σε όλο το λύκειο. Μια δεύτερη οπτική, είναι να διατηρηθούν π.χ. 2-3 κοινά μαθήματα στα οποία θα εξετάζονται όλοι επί ίσοις όροις, και οι σχολές να ορίσουν κάποια άλλα μαθήματα τα οποία κρίνουν ως σημαντικότερα και θα προσμετρώνται στον βαθμό.
Τόσο οι γονείς όσο και οι μαθητές, πρέπει να αντιληφθούν πόσο μεγάλη και σημαντική απόφαση είναι η επιλογή σπουδών. Είναι μια απόφαση η οποία δεν παίρνεται σε μια και σε δύο ώρες. Πρόκειται για διαδικασία που πρέπει να γίνεται από το γυμνάσιο, ο μαθητής να μιλάει με ειδικούς που θα τον βοηθήσουν, και όταν θα έρθει η ώρα, να του αποδώσει κάποιος μια ουσιαστική εικόνα της αγοράς που έρχεται» τόνισε ο κ. Ταουσάνης.
«Κανείς δεν δίνει στο παιδί ξεκάθαρα δεδομένα για το αν τα θέλω του μπορούν να μεταφραστούν κάπως στην αγορά εργασίας» συμπλήρωσε στο τέλος.