Γαλλία: Ένα νέο σχέδιο κατά των διακρίσεων στους χώρους εργασίας
Στόχος η καταπολέμηση του ρατσισμού, του αντισημιτισμού και άλλες διακρίσεις που εξακολουθούν να υφίστανται και να διαβρώνουν υπογείως τον επαγγελματικό και δημόσιο βίο των Γάλλων
Η Γαλλία έχει σήμερα παραλύσει από το δεύτερο κύμα των απεργιών των εργαζομένων που διαμαρτύρονται για τη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση Μακρόν – και είναι αλήθεια ότι παρά την τεράστια ταλαιπωρία που υφίσταται κυρίως στις μετακινήσεις, η μεγάλη πλειοψηφία των Γάλλων, το 61% συγκεκριμένα σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες μετρήσεις, εξακολουθεί να τάσσεται κατά της μεταρρύθμισης.
Η πρωθυπουργός της χώρας, ωστόσο, λίγες ώρες προτού η χώρα κατεβάσει τα ρολά, παρουσίασε ένα κυβερνητικό πρόγραμμα κατά του ρατσισμού, του αντισημιτισμού και των κάθε λογής διακρίσεων στους εργασιακούς χώρους, που θα καλύψει την περίοδο 2023-2026.
Μεγάλη συμβολική σημασία είχε η επιλογή της Ελιζαμπέτ Μπορν να μεταβεί στο παρισινό Ινστιτούτο του Αραβικού Κόσμου για να παρουσιάσει το σχέδιο κατά του ρατσισμού, του αντισημιτισμού, των μειονοτήτων και της όποιας φυλετικής, εθνικής, θρησκευτικής ή άλλης «διαφορετικότητας».
Ο προκάτοχός της, Εντουάρ Φιλίπ, συνοδευόταν από οκτώ υπουργούς κατά την παρουσίαση του προηγούμενου ανάλογου σχεδίου το 2020. Τη σημερινή πρωθυπουργό συνόδευσαν δέκα υπουργοί εκτός από την καθ’ ύλην αρμόδια υπουργό Ισότητας Ιζαμπέλ Ρομ. Συνολικά ένδεκα δηλαδή.
Το σχέδιο Μπορν, το οποίο έχει πέντε άξονες και προβλέπει 80 βασικές ρυθμίσεις, είναι το αποτέλεσμα μιας ευρείας διαβούλευσης που ξεκίνησε τον περασμένο Σεπτέμβριο, όπως υπογραμμίζει η ίδια η κυβέρνηση. Ζητήθηκε η γνώμη περισσότερων από 35 ενώσεων, οργανισμών και ιδρυμάτων εκτός βεβαίως από τις εισηγήσεις του Συνηγόρου των Δικαιωμάτων του Πολίτη (ombudsman), της Εθνικής Επιτροπής για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και της ανεξάρτητης ρυθμιστικής αρχής των οπτικοακουστικών επικοινωνιών Arcom, που δημιουργήθηκε εν μέσω καραντίνας, μόλις τον Οκτώβριο του 2021, για την προστασία της πρόσβασης σε έργα τέχνης και πολιτισμού κατά την ψηφιακή εποχή.
Οι πέντε άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται το σχέδιο Μπορν (και διατυπώνονται σε έγκλιση προστακτική) είναι οι εξής: «κατονομάστε την πραγματικότητα και επιβεβαιώστε το καθολικό, περιεκτικό μοντέλο μας», «καταγράψτε τα φαινόμενα ρατσισμού, αντισημιτισμού και αντι-αθιγγανισμού» (πρόκειται για έναν όρο που πρώτη φορά καταγράφει η γαλλική κυβέρνηση), «βελτιώστε την εκπαίδευση και την κατάρτιση», «τιμωρήστε τους δράστες» και «στηρίξτε τα θύματα».
Συνολικά ανακοινώθηκαν 80 μέτρα. Μεταξύ αυτών πολλά σχετίζονται με τον κόσμο της εργασίας, όπως είναι για παράδειγμα η πρόβλεψη για επανέναρξη των εκστρατειών ενημέρωσης για τις διακρίσεις στις προσλήψεις εργαζομένων και εν γένει στη συμπεριφορά των επιχειρήσεων. «Πρόκειται για ένα φάκελο που άνοιξε υπό τον Εντουάρ Φιλίπ, αλλά δεν προωθήθηκε επαρκώς», γράφει η οικονομική εφημερίδα «Les Echos».
Το σχέδιο Μπορν προβλέπει την «οργάνωση και διενέργεια συστηματικών ελέγχων σε διαφορετικούς τομείς δραστηριοτήτων». Οι έλεγχοι αυτοί θα γίνονται με την αρωγή και συμβολή διαφόρων δημοσίων κοινωνικών φορέων, όπως είναι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, οι εργοδοτικές ενώσεις και άλλες δημόσιες αρχές. Σε μια «διαβαθμισμένη λογική», εάν επιμείνουν οι κακές πρακτικές, η κυβέρνηση δεν αποκλείει την επιβολή κυρώσεων και την προσφυγή στην πρακτική των επωνύμων καταγγελιών («name and shame»), δίνοντας στη δημοσιότητα τις επωνυμίες των «μη-ενάρετων» επιχειρήσεων, κάτι που ήδη γίνεται στη Γαλλία εδώ και χρόνια – όπως και σε άλλες χώρες εξάλλου.
Το σχέδιο δεν ρυθμίζει το ζήτημα του «αυτοελέγχου» που μπορεί να κάνει ένα άτομο που αισθάνεται ότι υφίσταται διακρίσεις, προκειμένου να συγκεντρώσει το ίδιο αποδεικτικά στοιχεία για την εις βάρος του συμπεριφορά. Κι αυτό επειδή το κρίσιμο αυτό ζήτημα θα αντιμετωπιστεί ξεχωριστά στο νομοσχέδιο που ετοιμάζει ο βουλευτής της Αναγέννησης (αυτή είναι η νέα επωνυμία του κόμματος του Μακρόν) Μαρκ Φερασί, τη δουλειά του οποίου εν προκειμένω εξήρε πρόσφατα η κυβέρνηση Μπορν.
«Στην κυβέρνηση πιστεύουμε ότι είναι σημαντικοί οι έλεγχοι που διενεργούν όσοι υφίστανται ή θεωρούν ότι υφίστανται διακρίσεις στους εργασιακούς χώρους, ειδικά όταν πρόκειται για εργαζόμενους σε μικρές επιχειρήσεις», δήλωσε χαρακτηριστικά η Ελιζαμπέτ Μπορν.
Το σχέδιο προβλέπει επίσης τη θέσπιση ενός «αποτρεπτικού αστικού προστίμου», που θα επιβάλλεται στους υπεύθυνους για διακρίσεις εις βάρος των εργαζομένων (στην πρόσληψη, στην απασχόληση ή για λόγους υγείας) επιπλέον της υποχρέωσής τους να αποζημιώσουν το θύμα για τη βλάβη, ηθική και υλική, που υπέστη. «Αυτό το μέτρο θα μπορούσε να οδηγήσει στη δημιουργία ενός Ταμείου, με τους πόρους του οποίου θα χρηματοδοτούνται ομαδικές δράσεις κατά των διακρίσεων», σημειώνει η γαλλική κυβέρνηση.
Αυτές οι «ομαδικές δράσεις» δημιουργήθηκαν στα τέλη του 2016 και έχουν ως στόχο να τονίσουν τις «συστημικές διακρίσεις εις βάρος των πιο ευάλωτων μελών της κοινωνίας». Πρόκειται για μια ιδέα που εγκαινίασε το εξαιρετικά μαχητικό συνδικάτο CGT στρεφόμενο κατά της εταιρείας κατασκευής κινητήρων αεροσκαφών Safran (για διακρίσεις κατά συνδικαλιστών της επιχείρησης) και κατά του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων στην ευρύτερη περιφέρεια του Παρισιού (για σεξιστικές διακρίσεις).
Η γαλλική κυβέρνηση έχει ρητώς υποστηρίξει ότι «οι συνδικαλιστικές οργανώσεις πρέπει να εκμεταλλευτούν περισσότερο αυτή τη δυνατότητα», αναφέρει η «Les Echos».
Μεταξύ των μέτρων που προτείνει το σχέδιο Μπορν περιλαμβάνεται επίσης η διοργάνωση «τουλάχιστον μιας επίσκεψης Ιστορίας και μνήμης που συνδέεται με τον ρατσισμό, τον αντισημιτισμό ή τον αντι-αθιγγανισμό για κάθε μαθητή κατά τη διάρκεια της σχολικής του εκπαίδευσης».
Η κυβέρνηση θέλει επίσης να επιβάλει πειθαρχικές κυρώσεις σε περίπτωση «μη-δημόσιων αποκλεισμών ρατσιστικής ή αντισημιτικής φύσεως που διαπράττουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους άτομα που ασκούν δημόσια εξουσία ή έχουν αναλάβει μια αποστολή δημοσίου συμφέροντος».
Το σχέδιο Μπορν έχει όμως και μια παράλειψη: δεν αναφέρεται καθόλου στους ελέγχους φυλετικής ταυτότητας που διενεργούν κάποιοι εργοδότες. Πρόκειται για ελέγχους τους οποίους έχει στηλιτεύσει ο ίδιος ο Εμανουέλ Μακρόν και έχει καταδικάσει εξάλλου το γαλλικό Συμβούλιο της Επικρατείας.
Πηγή: ΟΤ