Μεγαλύτερος ο κίνδυνος φτώχειας για τις γυναίκες

Για «εκθήλυνση της φτώχειας» κάνει λόγο το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Ενάντια στη Φτώχεια, καθώς το 2015 οι γυναίκες είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες σε σχέση με τους άνδρες κατά 1,4 ποσοστιαίες μονάδες να βιώσουν τη φτώχεια (24,4% για τις γυναίκες και 23,9% για τους άνδρες).

Σύμφωνα με τα στοιχεία έρευνας, για τις γυναίκες, τα υψηλότερα ποσοστά κινδύνου φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις παρατηρούνται στη Βαλκανική χερσόνησο (πρώτη με 25,7% η Ρουμανία και δεύτερη με 24,1% η Βουλγαρία), τις χώρες της Βαλτικής (Εσθονία, Λετονία και Λιθουανία) και τη Νότια Ευρώπη (Ισπανία, Ιταλία, Ελλάδα με 21,2% και Πορτογαλία). Το 2016, για την πλειονότητα των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο κίνδυνος φτώχειας για τις γυναίκες ήταν υψηλότερος σε σχέση με τους άνδρες, με τη διαφορά τους να κυμαίνεται από 0,1% (Ουγγαρία) μέχρι και 4,8% (Εσθονία). Ενώ, την ίδια χρόνια υπήρχαν τέσσερα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου το ποσοστό κινδύνου φτώχειας ήταν ελαφρώς υψηλότερο για τους άνδρες από ό,τι για τις γυναίκες: η διαφορά για την Ισπανία ανέρχεται στο 0,5%, ενώ στην Ολλανδία, τη Δανία και τη Φινλανδία το ποσοστό κινδύνου φτώχειας των ανδρών είναι κατά 0,1% υψηλότερο από το αντίστοιχο των γυναικών.

Στην Ελλάδα, τα τελευταία 2 χρόνια παρατηρείται μία ταύτιση των ποσοστών των δύο φύλων. Χαρακτηριστικά, το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τον πληθυσμό της Ελλάδας πριν τις κοινωνικές μεταβιβάσεις καταγράφεται στο 25,2%, ενώ μετά την παροχή τους μειώνεται κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες, φτάνοντας το 21,2%.

Το Παρατηρητήριο Ισότητας των Φύλων εξέτασε τον κίνδυνο φτώχειας που αντιμετωπίζουν γυναίκες κι άντρες σε Ευρώπη κι Ελλάδα λαμβάνοντας υπόψη του το φύλο, την ηλικία, τον τύπο νοικοκυριού καθώς και τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, το σύνολο δηλαδή των παροχών του κράτους, από τις συντάξεις μέχρι τα κοινωνικά επιδόματα. Με αυτό τον τρόπο, προκύπτει μια πληθώρα δεικτών που σχετίζεται με το ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (περιλαμβανομένων ή όχι των συντάξεων) και μετά. Το συνολικό ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα των ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας είναι χαμηλότερο του 60% του εθνικού διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος.

Στην Ελλάδα

Ειδικότερα για την Ελλάδα, μελετώντας τα ποσοστά κινδύνου φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις στην Ελλάδα ανά φύλο την περίοδο 2007-2017 μπορούμε να εξάγουμε ορισμένα σημαντικά συμπεράσματα.

Ο κίνδυνος φτώχειας παρουσιάζει μία μικρή μείωση μέχρι το 2009 και στη συνέχεια ακολουθεί μια αυξητική πορεία μέχρι το 2012, έτος κατά το οποίο ξεκινά η πτώση των ποσοστών σταδιακά μέχρι και το 2017 φτάνοντας σε παρόμοια ποσοστά με αυτά του 2007. Ωστόσο, εστιάζοντας στην έμφυλη διάσταση του δείκτη, χρήζει επισήμανσης το γεγονός ότι το 2013 αποτελεί τη χρονιά που το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τις γυναίκες ήταν το υψηλότερο της δεκαετίας που αποτυπώνεται, ενώ εκείνο των ανδρών είχε αρχίσει ήδη να μειώνεται.

Συμπερασματικά, τα ποσοστά που παρουσιάζονται, δεν καταδεικνύουν επίτευξη της ισότητας μεταξύ των δύο φύλων, αλλά επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης τόσο των γυναικών όσο και των ανδρών.

Σύμφωνα με το ενημερωτικό σημείωμα του Παρατηρητηρίου της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων ένας ακόμη παράγοντας της έμφυλης διάστασης του φαινομένου της φτώχειας αποτελεί το γεγονός ότι οι γυναίκες αντιμετωπίζουν, επιπλέον, και την πρόκληση της ισορροπίας της προσωπικής και επαγγελματικής τους ζωής, εφόσον ακόμη και σήμερα το μέγιστο βάρος της ανατροφής των παιδιών, αλλά και της φροντίδας τυχόν αρρώστων ή ηλικιωμένων στην οικογένεια το επωμίζονται οι ίδιες.

Το 2017 ο κίνδυνος φτώχειας μετά την καταβολή των συντάξεων ανήλθε στο 24%, ενώ με την καταβολή και των κοινωνικών επιδομάτων μειώθηκε κατά 3,8 ποσοστιαίες μονάδες. Οι κοινωνικές μεταβιβάσεις αποτελούν το 32,2% του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών της χώρας, με τις συντάξεις να αποτελούν το 85,9% αυτών, ενώ τα κοινωνικά επιδόματα το 14,1%.

Επιπλέον, τον μεγαλύτερο κίνδυνο φτώχειας, σε ποσοστό 30,5%, αντιμετωπίζουν τα μονογονεϊκά νοικοκυριά τα οποία απαρτίζονται από γυναίκες σε ποσοστό 85%.

Συμπερασματικά και λαμβάνοντας υπόψη τα ποσοστά απασχόλησης για τα δύο φύλα και τα ποσοστά ανεργίας αντίστοιχα, ο κίνδυνος φτώχειας για τις γυναίκες είναι μεγαλύτερος σε σχέση με τους άνδρες «εξαιτίας της έμφυλης λειτουργίας της αγοράς εργασίας (μικρότερες αμοιβές, δυσκολίες στην ανέλιξη, έλλειψη κοινωνικών δομών, διατήρηση παραδοσιακών προτύπων ως υπεύθυνης για τη φροντίδα των παιδιών κλπ)».