Μνημόσυνο στη μνήμη των 61 αντιστασιακών από την Κασσάνδρα

Μνημόσυνο στη μνήμη των 61 αντιστασιακών από την Κασσάνδρα που εκτελέστηκαν κατά τα γεγονότα του «Μακελειού της Βάλτας, τελέστηκε την Κυριακή στο μνημείο της Κασσάνδρας.

Παραβρέθηκαν ο βουλευτής Χαλκιδικής, Απόστολος Πάνας, η δήμαρχος Κασσάνδρας, Αναστασία Χαλκιά, ο περιφερειακός σύμβουλος και πρόεδρος του Επιμελητηρίου, Γιάννης Κουφίδης, η επικεφαλής της ελ. μειοψηφίας, Μαρία Παπαδημητρίου και εκπρόσωποι Συλλόγων.

“Αποτίουμε φόρο τιμής στα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας. 23 Φλεβάρη 1944. Μια μαύρη μέρα ξημέρωσε για τη χερσόνησο της Κασσάνδρας. 31 νέοι άνδρες, από 17 έως 35 ετών, οδηγούνται στο εκτελεστικό απόσπασμα” σχολίασε ο Απ. Πάνας.

80 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ. Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΕΡΕΥΝΗΤΉ ΣΥΓΓΡΑΦΈΑ, ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΣΤΡΑΤΗ, ΣΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΤΗΣ 25ΗΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2024

Πριν 2 μέρες έκλεισαν 80 χρόνια από την 23η Φεβρουαρίου 1944, όταν οι Γερμανοί κατακτητές της πατρίδας μας, σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, που σήμερα βρισκόμαστε για ν’ αποτίσουμε φόρο τιμής στους αγωνιστές της ελευθερίας, έστησαν το εκτελεστικό απόσπασμα και εκτέλεσαν μπροστά σε έναν ομαδικό τάφο 27 παλληκάρια της Κασσάνδρας από 17 έως 30 ετών. Την ίδια μέρα απαγχονίζουν στην πλατεία της Βάλτας άλλα δύο άτομα που τους θεώρησαν ως αρχηγούς του λεγόμενου αντάρτικου κινήματος της Κασσάνδρας.

Θα προσπαθήσω ν’ απαντήσω σε τρία καίρια ερωτήματα:

– Ποιος ήταν ο ρόλος των αντιστασιακών ομάδων στην Κασσάνδρα και από που έπαιρναν εντολές σχετικά με την αποστολή τους.

– 2ο Ερώτημα: Γνώριζε η Γερμανική Διοίκηση της Θεσσαλονίκης την τρέχουσα κατάσταση και έφερε τόσο πολύ μεγάλες δυνάμεις από στεριά και θάλασσα, ή παρασύρθηκε από αναξιόπιστες πληροφορίες και από ποιον;

– 3ο Ερώτημα : Υπήρχαν δυνάμεις του ΕΛΑΣ (δηλαδή ένοπλο τμήμα του ΕΑΜ) στην Κασσάνδρα; και ποια ήταν η αποστολή τους την κρίσιμη περίοδο του Φεβρουαρίου 1944.

Θα εξιστορήσω τα γεγονότα με γρήγορο ρυθμό, ώστε να γίνει αντιληπτό γιατί έγινε αρχικά η σύλληψη 300 περίπου νέων Κασσανδρινών από τις Γερμανικές δυνάμεις κατοχής, από τους οποίους σταδιακά εκτελέστηκαν 66 παλληκάρια, ενώ από αυτούς που στάλθηκαν στα στρατόπεδα Παύλου Μελά και στη συνέχεια στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας, μόνο 20 άτομα επέζησαν και επέστρεψαν στην πατρίδα μετά την απελευθέρωση.

Η Γερμανική κατοχή στην Κασσάνδρα από το 1941 έως το Φεβρουάριο του 1944, δεν είναι ιδιαίτερα αισθητή για τους περισσότερους από τους κατοίκους της, γιατί η παρουσία των Γερμανών περιορίζεται σε δύο σημεία-υψώματα στην περιοχή της Καλλάνδρας, με λιγοστές δυνάμεις, με συγκεκριμένη αποστολή τον θαλάσσιο και εναέριο έλεγχο του Θερμαϊκού προς την Θεσσαλονίκη. Το γεγονός αυτό, δηλαδή του χαλαρού ελέγχου της περιοχής από τις Γερμανικές δυνάμεις κατοχής, βοήθησε πολύ σε κάποιους μυημένους στην αντίσταση να βοηθήσουν από τα πολλά παράλια της περιοχής την φυγή πολλών πατριωτών Ελλήνων και Άγγλων, που ήθελαν να ενταχθούν στις Ελληνικές δυνάμεις της Μέσης Ανατολής. Υπάρχουν καταγεγραμμένα πολλά γεγονότα τέτοια που συνέβησαν στον τόπο μας, την περίοδο από το 1941 έως και το 1943 και αφορούν την δράση μικρών αντιστασιακών ομάδων, κυρίως στην οργάνωση διαφυγής ατόμων προς τη Μέση Ανατολή, οι οποίες ανήκαν στις γνωστές αντιστασιακές οργανώσεις της Ελλάδος, όπως και η κορυφαία αντιστασιακή πράξη, που οργανώθηκε μετά από ενέργειες Χαλκιδικιωτών αξιωματικών που έφυγαν για τη Μέση Ανατολή, όπως ο ταγματάρχης Ιωάννης Κώνστας από τη Βάλτα και ο Άγγελος Αγαπητός από την Ορμύλια, που βοήθησαν στην οργάνωση του βομβαρδισμού και της καταστροφής του εργοστασίου κολοφωνίου στη Χρούσω Παλιουρίου την 30η Μαρτίου 1943, που αποτελούσε πηγή τροφοδοσίας με τερεβινθέλαιο και νέφτι για τις ανάγκες της πολεμικής μηχανής της Γερμανίας.

Όμως οι Εφιάλτες δεν έλειψαν ποτέ απ’ αυτόν τον τόπο. Από τη Βάλτα είχε καταγωγή και πολλούς συγγενείς ένας πράκτορας των Γερμανών που ζούσε στη Θεσσαλονίκη, ο Αστέριος Μιχαλάκης του Αντωνίου, που από το 1943, με διάφορους τρόπους εκβίαζε και αποσπούσε χρηματικά ποσά από τους συμπατριώτες του, προβάλλοντας πάντα το επιχείρημα της κάλυψής τους από τις Γερμανικές υπηρεσίες, ο οποίος είχε στήσει ένα δίκτυο με πληροφοριοδότες στη Βάλτα και στην Άθυτο και ίσως και σε άλλα χωριά.

Παράλληλα οι συγκυρίες της στιγμής έφεραν στην Κασσάνδρα δώδεκα οπλισμένους αντάρτες του ΕΛΑΣ από τον Χορτιάτη, το τονίζω από το Χορτιάτη όχι το Χολομώντα, όπου έδρευε ο ΕΛΑΣ Χαλκιδικής, τα Χριστούγεννα του 1943 στην Κασσάνδρα, οι περισσότεροι από τους οποίους θεώρησαν ότι ζούσαν σε ελεύθερο έδαφος και παρέσυραν στην ολιγοήμερη παρουσία τους και στελέχη του ΕΑΜ Κασσάνδρας στις κινήσεις τους και στην συμπεριφορά τους. Η συμπεριφορά τους δεν ήταν με κανένα τρόπο συνωμοτική και πολύ περισσότερο δεν είχαν σχέδιο για το τι ακριβώς θα έκαναν στην Κασσάνδρα. Η άφιξή τους στην Κασσάνδρα, μόλις μαθεύτηκε στον ΕΛΑΣ Χαλκιδικής στον Χολομώντα, τους ζητήθηκε αμέσως να επιστρέψουν στον Χορτιάτη χωρίς αυτοί να το κάνουν πράξη. Για το πως βρέθηκαν στη Κασσάνδρα υπάρχει η παρακάτω μικρή ιστορία………..Ένας βοσκός που ανήκε στο Αναστασίτικο μετόχι της Κασσάνδρας, βρέθηκε τον Οκτώβριο του 1943 να βόσκει το κοπάδι του στα βουνά του Χορτιάτη. Εκεί διηγούνταν στους αντάρτες ότι στην Κασσάνδρα καίκια βγάζουν και κρύβουν όπλα και λίρες, ερμηνεύοντας με το δικό του τρόπο, τους μυημένους καπετάνιους που έρχονταν στις ακτές να παραλάβουν Άγγλους και Έλληνες στρατιωτικούς που προωθούνταν προς τη Μέση Ανατολή, μετά τον εγκλωβισμό τους στην Μακεδονία, όταν κατέρρευσε το μέτωπο.

Η ομάδα ανταρτών του Καπετάν Κωστούλα από τα Βασιλικά, των 12 ατόμων, χωρίς καμία συνεννόηση με το αρχηγείο του ΕΛΑΣ, θεώρησε ότι ήταν ευκαιρία να πάνε στην Κασσάνδρα και να γίνουν κάτοχοι του «θησαυρού». Έτσι τα Χριστούγεννα του 1943 αναχώρησαν από την περιοχή του Χορτιάτη για την Κασσάνδρα, και μετά από έναν ενδιάμεσο σταθμό στην Άθυτο, όπου συναντήθηκαν με τοπικά στελέχη του ΕΑΜ Κασσάνδρας, με βάρκα φτάνουν στο Παλιούρι, όπου παρέμειναν τις γιορτινές ημέρες του 12ημέρου χωρίς καμία προφύλαξη – αντίθετα φερόταν σαν να ζούσαν σε ελεύθερο έδαφος – περνούν από τη Χανιώτη και το Πολύχρονο, όπου η συμπεριφορά τους στους κατοίκους ήταν ανάρμοστη και δημιουργήθηκαν σοβαρά προβλήματα, αλλά απορροφήθηκε με τη μεσολάβηση κάποιων πιο ψύχραιμων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι μόλις πριν λίγες ημέρες, παραμονή Χριστουγέννων 1943, ο ΕΛΑΣ Χαλκιδικής είχε ανανεώσει την απόφασή του σε συνεργασία με το τοπικό ΕΑΜ, να μην δημιουργηθεί ένοπλο τμήμα στην Κασσάνδρα για τους λόγους που εξηγούσε στην απόφασή του.

Στις 30 Ιανουαρίου 1944 ημέρα Κυριακή , έχουμε το καθοριστικό γεγονός στη Βάλτα, που ήταν η θρυαλλίδα για τα γεγονότα που ακολούθησαν. Στην ειρηνική συγκέντρωση των κατοίκων για κάποια ομιλία αγροτικού περιεχομένου στην πλατεία, η οποία μάλιστα αναγγέλθηκε στην εκκλησία, ένας πυροβολισμός προς έναν αντάρτη από κοντινό σπίτι που έβλεπε στη πλατεία, από έναν πιθανότατα γνώριμο του αντάρτη του Χορτάτη που κρυβόταν στη Βάλτα, τραυμάτισε ελαφρά τον οπλισμένο αντάρτη και η συνέχεια είναι τραγική. Οι παρευρισκόμενοι αντάρτες με τον οπλισμό τους όρμησαν στο σπίτι από όπου προήλθε ο πυροβολισμός, έβαλαν φωτιά και σκότωσαν τέσσερα άτομα, ενώ μία γυναίκα κάηκε ζωντανή και συνέλαβαν τέσσερα άτομα ως ομήρους από τους οποίους απελευθέρωσαν τους τρεις την επόμενη ημέρα.

Την επόμενη ημέρα η Γερμανική Διοίκηση της Θεσσαλονίκης ήταν ενήμερη για το γεγονός της ύπαρξης -προσέξτε- μεγάλου αριθμού ανταρτικών Δυνάμεων στην Κασσάνδρα που προετοίμαζαν την απόβαση των συμμάχων. Φρόντισε γι’ αυτό ο δικός τους άνθρωπος ο Αστέριος Μιχαλάκης, τον οποίο τώρα συνόδευε ένας άλλος γνωστός στους Κασσανδρινούς απόστρατος της Χωροφυλακής Ιωάννης Ξυπόλητος. Η Γερμανική Διοίκηση της Θεσσαλονίκης, πίστεψε τα όσα τους διηγήθηκε με το δικό του τρόπο ο Μιχαλάκης και άμεσα οργάνωσαν συνδυασμένη πρωτοφανή επιχείρηση «άμεσης προσβολής των ανταρτικών ομάδων που δρούσαν στην Κασσάνδρα», με δυνάμεις από την Θεσσαλονίκη. Την 4η και 5η Φεβρουαρίου μηχανοκίνητες δυνάμεις των Γερμανών περίπου 400 ατόμων και 17 καταδιωκτικά πλοία, ζώνουν ολόκληρη τη Χερσόνησο από στεριά και θάλασσα.

Τρομοκρατημένοι οι αντάρτες και όσοι από το τοπικό ΕΑΜ τους συνόδευαν τις προηγούμενες ημέρες, κρύβονται στα πυκνά δάση της Κασσάνδρας. Αρχίζει το ψάξιμο στις δύσβατες περιοχές, ενώ καθημερινά συλλαμβάνονται άνθρωποι που δεν έχουν καμμία συμμετοχή και οδηγούνται στη Βάλτα σε κτίρια που μετατράπηκαν σε φυλακές. Πάνω από 300 άτομα συλλαμβάνονται και αρχίζει το αλισβερίσι για την απελευθέρωσή τους, καταβάλλοντας ολόκληρες περιουσίες από το υστέρημά τους οι γονείς για να ελευθερώσουν τα παιδιά τους. Η πίεση και η προδοσία αποφέρουν τους πρώτους καρπούς.

Στις 19 Φεβρουαρίου 1944, οι Γερμανοί ανακαλύπτουν μέσα σε μία απομονωμένη στο βουνό εκκλησία ανάμεσα σε Πολύχρονο και Χανιώτη μετά από προδοσία αρκετούς αντάρτες αλλά και Κασσανδρινούς πολίτες που ήταν μαζί τους και εκτελούν συνολικά επτά άτομα, ενώ άλλοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι και μεταφέρθηκαν στη Βάλτα στα κρατητήρια. Ένα ανάλογο γεγονός συμβαίνει στη Σκιώνη την ίδια ημερομηνία, όπου οι Γερμανοί σκοτώνουν άλλους τέσσερις και συλλαμβάνουν αρκετούς από Παλιούρι, Αγία Παρασκευή και Σκιώνη, οι οποίοι οδηγούνται στα κρατητήρια της Βάλτας.

Οι συλλήψεις ολοκληρώνονται στην περιοχή Αναστασίτικο και οι Γερμανοί αντιλαμβάνονται ότι δεν υπάρχει στρατός ανταρτών που προετοιμάζει την απόβαση των συμμάχων, αφού δεν βρίσκουν όπλα στους συλληφθέντες. Στη Βάλτα πάνω από 200 άτομα είναι στοιβαγμένα ως αιχμάλωτοι στις φυλακές και έτσι στις 22 Φεβρουαρίου αποφασίζεται ότι την επόμενη 23 Φεβρουαρίου θα εκτελεστούν στον ομαδικό τάφο 36 άτομα και δύο θα οδηγηθούν στην αγχόνη. Από μία συγκινητική ιστορία, την οποία δεν έχω χρόνο να σας διηγηθώ, επτά άτομα βγαίνουν από τη λίστα των μελλοθάνατων και συμπληρώνουν τη λίστα των εκατό περίπου ατόμων με παιδιά γυναίκες και άντρες ηλικίας 16-30 ετών, που οδηγήθηκαν με φορτηγά στο στρατόπεδο Παύλου Μελά την 1 Μαρτίου 1944, ενώ οι υπόλοιποι απελευθερώνονται αφού οι οικογένειές τους έδωσαν το υστέρημά τους στους Έλληνες συνεργάτες των Γερμανών, οι οποίοι δήθεν μεσολαβούσαν για την απελευθέρωσή τους. Την 3η Μαρτίου 1944 γίνονται άλλες 3 εκτελέσεις στην Κασσάνδρα και φθάνουμε τον αριθμό των 43 ατόμων, ενώ οι συλλήψεις και οι εκτελέσεις συνεχίζονται στους φοιτητές της Κασσάνδρας στη Θεσσαλονίκη, όπου συλλαμβάνονται αρχικά στις αρχές Απριλίου έξι άτομα και εκτελούνται στο στρατόπεδο Παύλου Μελά την 6η Ιουνίου 1944 οι πέντε, ενώ ο έκτος οδηγείται μαζί με άλλους 36 Κασσανδρινούς στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας, απ’ όπου γύρισαν στην πατρίδα ζωντανοί μόνον 20 άτομα. Συνολικά 66 άτομα από την Κασσάνδρα έπεσαν από τα πυρά των Γερμανών με την ίδια κατηγορία. Ποια ήταν η κατηγορία;

 « Διότι υπεστήριζαν δια των πράξεών των τον Μπολσεβικισμόν, διότι διέπραξαν εγκλήματα, έκαυσαν σπίτια και ετρομοκράτησαν τον φιλήσυχον λαόν της Κασσάνδρας».

Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι τον Αύγουστο του 1944, μία ομάδα ανταρτών του ΕΛΑΣ από το Χολομώντα, έρχεται στην Κασσάνδρα και βρίσκεται παρούσα στην αναχώρηση των λιγοστών Γερμανών που βρισκόταν στην Κασσάνδρα για την Θεσσαλονίκη με δύο καΐκια. Μάλιστα σε μία ενέδρα αρχές Σεπτεμβρίου στην περιοχή της Σκιώνης σκοτώνουν επτά Γερμανούς και δύο Έλληνες που τους συνόδευαν. Η Κασσάνδρα απελευθερώνεται από τους Γερμανούς την 12η Σεπτεμβρίου 1944.

Αυτά είναι συνοπτικά τα γεγονότα την κρίσιμη περίοδο από τον Δεκέμβριο του 1943 και μέχρι του Φεβρουαρίου – αρχές Μαρτίου 1944 που έφυγε από την Κασσάνδρα ο κύριος όγκος του Γερμανικού στρατού της Θεσσαλονίκης.

Το τοπωνύμιο της περιοχής που βρισκόμαστε ονομάζεται «σκοτωμένοι». Αυτό το όνομα δόθηκε από τους Κασσανδρινούς για την περιοχή των εκτελεσθέντων πατριωτών από τους Γερμανούς στον ομαδικό τάφο, χωρίς καμία συνεννόηση, χωρίς καμία συμφωνία, και έτσι είναι γνωστό και στις γενιές μετά το 1944 στην Κασσάνδρα. Χωρίς αρχικά κανένα σημάδι. Μόνο σκιές κυκλοφορούσαν, μαυροφορεμένες μανάδες, και υπόκωφος πόνος. Δεν υπήρχε κανένα σημάδι για πάρα πολλά χρόνια, μέχρι που το 1980, ο Δήμος πήρε απόφαση να τιμήσει αυτούς τους αγωνιστές και έτσι στο τόπο της θυσίας αναγέρθηκε μία μικρή εκκλησία στο όνομα του Αγίου Ελευθερίου και τοποθετήθηκε ένα μνημείο με τα ονόματα των θυμάτων.

Τα γεγονότα που αναφέρθηκαν σφράγισαν για πάρα πολλά χρόνια την κοινωνική συνοχή των κατοίκων της Κασσάνδρας και νομίζω ότι σήμερα πρέπει να μάθουμε τα γεγονότα όπως ακριβώς συνέβησαν χωρίς μίσος, πάθη και προκαταλήψεις.

Πολύ αίμα χύθηκε, πολλές μάνες έκλαιγαν βουβά για πολλά χρόνια, χωρίς να υπάρχει τάφος για ν’ ανάψουν ένα κερί στη μνήμη των παιδιών τους.

Οι άνθρωποι αυτοί έχασαν τη ζωή τους για την πατρίδα, είτε γιατί συνειδητά ήταν ενταγμένοι σε αντιστασιακές οργανώσεις, είτε γιατί βρέθηκαν στα αντίποινα των Γερμανών, με την υπόδειξη των ντόπιων συνεργατών τους με αβάσιμες ως επί το πλείστον κατηγορίες.

Τους οφείλεται η ανάλογη τιμή και ο σεβασμός όπως σε κάθε πατριώτη που δίνει τη ζωή του για την πατρίδα και τα ιδανικά της Εθνικής Ελευθερίας και της Ανεξαρτησίας.

Τιμή και δόξα στα παλληκάρια !!

Αιωνία τους η μνήμη !!