Ποια προϊόντα θα πληρώνουμε ακόμη πιο ακριβά από τη νέα χρονιά

Τους τελευταίους δύο-τρεις μήνες η λιανική έχει «υποδεχθεί» νέους ανατιμημένους τιμοκαταλόγους χονδρικής τουλάχιστον 24 κατηγορίες βασικών αγαθών

Δεν έχει τέλος το ανατιμητικό κρεσέντο στο καλάθι του νοικοκυριού, με τους φθινοπωρινούς τιμοκαταλόγους χονδρικής να περιλαμβάνουν νέες αυξήσεις σε βασικές κατηγορίες αγαθών, ενώ τα μηνύματα της βιομηχανίας «υποθηκεύουν» νέες ανατιμήσεις και το 2024.

Οι πληροφορίες της «Ν» αναφέρουν ότι τους τελευταίους δύο-τρεις μήνες η λιανική έχει «υποδεχθεί» νέους ανατιμημένους τιμοκαταλόγους χονδρικής κύριων κωδικών σε τουλάχιστον 24 κατηγορίες βασικών αγαθών, με τις αυξήσεις να έχουν ήδη περάσει σε ορισμένους κωδικούς στις τελικές τιμές καταναλωτή και σε άλλους θα περάσουν το προσεχές διάστημα και έως το τέλος του χρόνου.

«Πετάει» η τιμή του ελαιολάδου – Τι άλλο ανεβαίνει

Αιχμή του δόρατος παραμένει η τιμή του ελαιόλαδου, που σήμερα, με βάση τα στοιχεία του e-katanalotis, το ένα λίτρο παρθένο ελαιόλαδο των δύο ισχυρότερων εγχώριων σημάτων διατίθεται στα σούπερ μάρκετ σε εύρος τιμής από 10,80 ευρώ έως και 15,98 ευρώ.

Να σημειωθεί ότι στις 13 Νοεμβρίου 2021 η μέση τιμή στο παρθένο ελαιόλαδο στο ράφι ήταν 7,31 ευρώ, ενώ τον Νοέμβριο του 2022 δεν ξεπερνούσε τα 8,5 ευρώ. Στους τιμοκαταλόγους χονδρικής η αύξηση τιμής στο ελαιόλαδο αγγίζει έως και το 48%.

Μεταξύ 10%-14% είναι οι ανατιμήσεις στα τιμολόγια χονδρικής σε ελιές, κατεψυγμένες πίτσες, αναψυκτικά, όσπρια, ρύζι, σοκολάτες, αλλαντικά και σαμπουάν.

Στο 6%-8% είναι η αύξηση στον καφέ, ενώ 9% είναι στις κάψουλες καφέ.

Έως και 19% είναι οι αυξήσεις σε προϊόντα περιποίησης σώματος και προσώπου, ενώ έως 10% είναι επιβαρυμένοι οι τιμοκατάλογοι στις τροφές για κατοικίδια.

Περί το 10%-12% διαμορφώνεται η σταθμισμένη αύξηση χονδρικής στα οπωροκηπευτικά τον φετινό Νοέμβριο σε σχέση με τον περσινό, ενώ στο ίδιο επίπεδο κυμαίνεται και η αύξηση στο χοιρινό κρέας.

Πού έπεσαν οι τιμές

Ωστόσο, υπάρχουν και ορισμένες κατηγορίες που εμφανίζουν υποτίμηση. Συγκεκριμένα, τον Νοέμβριο φέτος σε σχέση με τον περσινό καταγράφεται μείωση τιμών στα τιμολόγια χονδρικής κατά 7% στη ζάχαρη, κατά 3% στο αλεύρι, κατά 2% στα γαλακτοκομικά και το βούτυρο και κατά 1% σε χαρτικά και τυποποιημένο ψωμί.

Δυστυχώς, όμως, τα μηνύματα από πλευράς βιομηχανίας για αποκλιμάκωση δεν είναι καθόλου ευοίωνα, τουναντίον σύμφωνα με την έρευνα της Grant Thornton «Greek Business Pulse», το 61% των εγχώριων επιχειρήσεων δηλώνει ότι θα προβεί -πιθανώς- σε αυξήσεις τιμών, ενώ από αυτές που θα προχωρήσουν σε ανατιμήσεις, 2 στις 10 δηλώνουν ότι η αύξηση θα υπερβεί το 10%. Μόλις 1 στις 10 επιχειρήσεις ενδέχεται να προχωρήσει σε μείωση τιμών.

Βασικοί λόγοι που οδηγούν τις επιχειρήσεις στην απόφαση για περαιτέρω αύξηση των τιμολογίων τους για τους επόμενους 12 μήνες είναι είτε η αντιστάθμιση της ανόδου του κόστους παραγωγής, λόγω επίμονων πληθωριστικών πιέσεων, είτε η αποκατάσταση ή διεύρυνση των περιθωρίων κέρδους. Περίπου το 80% των επιχειρήσεων, που αναμένει αύξηση του κόστους παραγωγής, προτίθεται να προχωρήσει σε διορθωτικές αυξήσεις τιμών για να συντηρήσει τα περιθώρια κέρδους του.

Σε αυξήσεις τιμών, όμως, προτίθεται να προβεί και μέρος των επιχειρήσεων (περίπου 20%), που δεν αναμένει αύξηση στο κόστος παραγωγής. Πρόκειται για κίνηση που αποσκοπεί σε αποκατάσταση/διεύρυνση περιθωρίων κέρδους. Τέλος, υπάρχει ένα 10% των επιχειρήσεων το οποίο αναμένει μείωση του κόστους παραγωγής. Εξ αυτών μόλις το 50% προτίθεται να μειώσει τιμές.

Τι λέει η αγορά

Εκπρόσωποι της βιομηχανίας τροφίμων, μιλώντας στη «Ν» αναφέρουν ότι «εδώ και τρία χρόνια όλες οι παράμετροι που καθορίζουν τα βασικά λειτουργικά κόστη στον κλάδο τροφίμων έχουν “εκτροχιαστεί”. Η υγειονομική κρίση, το παγκόσμιο lockdown, οι διαταραχές στις μεταφορές υπερδιπλασιάζουν το 2020 το κόστος διανομής και ενέργειας.

Τα έντονα φαινόμενα πυρκαγιών και ξηρασίας το 2021 κατέστησαν βασικές πρώτες ύλες σε “πολύτιμους λίθους”, με το χρηματιστήριο βασικών εμπορευμάτων να βρίσκεται έκτοτε σε διαρκές “ράλι”, ενώ το 2022 η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία πυροδότησε εκ νέου την ενεργειακή και την επισιτιστική κρίση. Φέτος η αγορά δεν κατάφερε να ισορροπήσει καθώς το περιβάλλον παρέμεινε καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους ιδιαίτερα εύθραυστο, ενώ οι εξελίξεις στη Γάζα δυναμιτίζουν εκ νέου το πεδίο της ανασφάλειας».

Σε ό,τι αφορά τους καταναλωτές, το 66% των εγχώριων νοικοκυριών, σύμφωνα με την έρευνα οικονομικής συγκυρίας Οκτωβρίου του ΙΟΒΕ, προβλέπει άνοδο τιμών με τον ίδιο ή ταχύτερο ρυθμό και το 11% να αναμένει σταθερότητα. Παρ’ όλα αυτά, στους τουλάχιστον 22 μήνες που μετράει μέχρι στιγμής η «παραμονή» της ακρίβειας στα εγχώρια ράφια οι απώλειες στους όγκους πωλήσεων είναι πολύ μικρές και σύμφωνα με τις πληροφορίες της «Ν» στο φετινό δεκάμηνο κινούνται σε οριακή υποχώρηση της τάξεως του 1%-1,5%.  Το γεγονός αυτό υποδεικνύει ότι η ανελαστικότητα της δαπάνης σε βασικά καταναλωτικά προϊόντα αφήνει μεγάλα περιθώρια διατήρησης του κλαδικού πληθωρισμού σε υψηλά επίπεδα.

Όπως αναφέρουν μιλώντας στη «Ν» υψηλόβαθμα στελέχη των αλυσίδων σούπερ μάρκετ «η οριακή υποχώρηση στους όγκους πωλήσεων, που είναι το βασικότερο βαρόμετρο για την αγορά, αποδίδεται τόσο στη συμμετοχή στις πωλήσεις του αυξημένου τουριστικού ρεύματος και της διευρυμένης τουριστικής περιόδου στη χώρα, αλλά κυρίως και στις έντονες αλλαγές που καταγράφονται στο μίγμα προϊόντων που μπαίνουν στο καλάθι. Οι εγχώριοι καταναλωτές δεν έχουν μέχρι στιγμής καταργήσει κατηγορίες προϊόντων αλλά έχουν στραφεί σε φθηνότερες επιλογές προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες τους, γεγονός που έχει ενισχύσει την ιδιωτική ετικέτα ή κάποιες κατηγορίες, όπως π.χ. τα σπορέλαια που αντικαθιστούν το ελαιόλαδο, το κοτόπουλο που αντικαθιστά το μοσχάρι και το χοιρινό κ.τ.λ.

Αυτοί οι παράγοντες κρατούν την κατανάλωση». Όπως επίσης επισημαίνουν «οι τιμές δεν θα πέσουν, ωστόσο πρέπει να βρεθεί μια καλύτερη ισορροπία προκειμένου να σταματήσει το ανατιμητικό ράλι. Η μόνη δύναμη που μπορεί να ρίξει τις τιμές είναι η πτώση των μεριδίων αγοράς. Όταν μια βιομηχανία χάνει μερίδια, τότε αναπροσαρμόζει την τιμολογιακή της πολιτική και τις προσφορές της προκειμένου να γίνει περισσότερο ελκυστική σε σχέση με τον ανταγωνισμό».

Πηγή: naftemporiki