Πώς θα είναι το νέο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο

– Η επιλογή των αρχιτεκτόνων

Η διαδικασία που ακολουθήθηκε για την προκήρυξη του σχετικού διαγωνισμού και τα κριτήρια με τα οποία έγιναν οι επιλογές παρουσιάστηκαν από τη Λίνα Μενδώνη

Έναν μουσειακό χώρο με διεθνή διάσταση, εξωστρεφή στην κοινωνία, που να αντικατοπτρίζει την πορεία και την εξέλιξη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού όμως να έχει ουσιαστική συμμετοχή και στο διεθνές γίγνεσθαι προβλέπει το όραμα της δημιουργίας του νέου Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, το πρώτο βήμα για την υλοποίηση του οποίου έγινε με την επιλογή της μελέτης του αρχιτεκτονικού προσχεδίου που θα ακολουθηθεί το οποίο φέρει τις υπογραφές των αρχιτεκτονικών γραφείων Ντέιβιντ Τσίπερφιλντ και ΑλέξανδρουΤομπάζη. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε για την προκήρυξη του σχετικού διαγωνισμού και τα κριτήρια με τα οποία έγιναν οι επιλογές παρουσιάστηκαν, λεπτομερώς, σήμερα το μεσημέρι, από την υπουργό Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη και τον Πρόεδρο της Διεθνούς Επιτροπής Αξιολόγησης, καθηγητή, κ. Ανδρέα Κούρκουλα.

Η Λίνα Μενδώνη υπογράμμισε πως η διαδικασία, στο σύνολό της, ακολούθησε το γράμμα το νόμου από την αρχή μέχρι το τέλος της. Σχετικά με την αποδοχή της δωρεάς, ύψους 650.000 ευρώ , η οποία έγινε από την οικογένεια Ειρήνης και Νικολάου Λαιμού, με στόχο την οικονομική κάλυψη της εκπόνησης της μελέτης αρχιτεκτονικού προσχεδίου, η κα Μενδώνη σημείωσε πως « βασίστηκε στην νομοθεσία περί δωρεών, εκπόνησης μελετών προς το Δημόσιο» αλλά και ότι «το υπουργείο Πολιτισμού, έθεσε τους όρους του, προκειμένου να διασφαλιστεί, αφενός μεν ο κυρίαρχος ρόλος του, του Κράτους δηλαδή, όσο και η αρτιότητα και η αξιοπιστία του αποτελέσματος.»

Αναφερόμενη στην επιλογή των μελών της Επιτροπή Αξιολόγησης η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού επισήμανε πως «είναι διεθνής, πολυεπιστημονική, απαρτιζόμενη από μέλη εξαιρετικά διακεκριμένα στον επαγγελματικό τους κλάδο, Έλληνες και ξένους, ακαδημαϊκούς, αρχιτέκτονες, μηχανικούς, αρχαιολόγους, ιστορικό τέχνης και νομικό» και ότι «βασικό κριτήριο ήταν η εξασφάλιση της πολυεπιστημονικότητας, άρα και η γνώση η αντίστοιχη, ακολουθώντας τις διεθνείς πρακτικές, αλλά και με την συμμετοχή των Ελλήνων, της ελληνικής πραγματικότητας.»

Όπως εξήγησε η Λίνα Μενδώνη οι όροι συμμετοχής στον κλειστό διαγωνισμό στον οποίο συμμετείχαν δέκα αρχιτεκτονικά γραφεία ήταν οι εξής: «Οι προσκλήσεις έγιναν προς αρχιτεκτονικά γραφεία του εξωτερικού, με αποδεδειγμένη εμπειρία στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό μουσειακών χώρων, τα οποία έπρεπε υποχρεωτικά -αλλιώς ήταν λόγος ακύρωσης της συμμετοχής τους- να συμπράξουν με Έλληνες αρχιτέκτονες, και να υποβάλουν από κοινού πρόταση, στο πλαίσιο που είχε καθορίσει το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού». Οι υποψήφιες αρχιτεκτονικές ομάδες θα έπρεπε να να έχουν διεθνή βραβεία αναγνωρισμένα και να έχουν σχεδιάσει ένα μουσείο, το οποίο να έχει και αυτό βραβευθεί διεθνώς. Αυτά τα γραφεία, συνεργάστηκαν με αντίστοιχα ελληνικά, με Έλληνες αρχιτέκτονες και με αρχιτεκτονικά σχήματα, και υπέβαλαν τελικά την πρότασή τους.

Όσο για τους λόγους που δεν ακολουθήθηκε η διαδικασία του ανοιχτού διαγωνισμού αλλά αντιθέτως απευθύνθηκαν προσκλήσεις σε συγκεκριμένα γραφεία του εξωτερικού, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις από την Πανελλήνια Ένωση Αρχιτεκτόνων, ο κ. Ανδρέας Κούρκουλας εξήγησε: «Υπάρχουν διάφορα είδη διαγωνισμών και υπάρχει το ερώτημα, γιατί δεν ήταν ανοιχτός ο διαγωνισμός. Η εμπειρία που υπάρχει, και στις δύο περιπτώσεις, και έχει ακολουθηθεί σε πολλούς διαγωνισμούς ανά την υφήλιο, είναι ότι σε ανοιχτό διαγωνισμό, οι συμμετοχές θα υπερέβαιναν τις 600 με 1000. Αυτό, αποκαρδιώνει σημαντικά γραφεία, λόγω του κόστους αλλά και του χαώδους, αν θέλετε, αυτής της διαδικασίας, να πάρουν μέρος. Και εν πάση περιπτώσει, επιλέξαμε τη στρατηγική, με αυστηρά κριτήρια, επιλογής γραφείων ανά τον κόσμο» για να προσθέσει αμέσως μετά: «Είπαμε από την αρχή ότι ένα μουσείο δεν έχει μόνο τουριστική διάσταση, να φέρουμε τουρίστες στην περιοχή, αλλά έχει πολύ σημαντική επέμβαση στην πόλη, γενικότερα. Και το στοίχημα το μεγάλο, πέρα από το δεδομένο των τουριστών, είναι πόσο οι κάτοικοι μπορούν να επισκέπτονται τους χώρους του μουσείου. Ουσιαστικά να αποτελέσει το μουσείο ένα σημείο συνάντησης του ευρύτερου κέντρου. Να μπορεί να είναι οικολογικά πρωτότυπο, να έχει δηλαδή μια ευαισθησία, γύρω από την σύγχρονη προβληματική. Να απαντήσει με έναν στέρεο τρόπο, στην σχέση έκθεσης πραγμάτων, κυρίως τρισδιάστατων αντικειμένων, με το background, το φόντο, όπου εκτίθενται. Να μπορεί να μας μιλήσει για το θέμα του φωτισμού, του φυσικού φωτισμού, και ιδιαίτερα του κατακόρυφου φωτισμού, μια που μιλάμε για μια μεγάλη επιφάνεια, που θα καταλάβει τον σημερινό κήπο μπροστά από το μουσείο. Επισήμανε δε ότι η ομοφωνία της επιτροπής σε σχέση με την τελική επιλογή αποτελεί ιδανική επισφράγιση της όλης διαδικασίας.»

Παρότι έχει δοθεί στη δημοσιότητα μόλις μία φωτογραφία από το αρχιτεκτονικό προσχέδιο των γραφείων Τσίπερφιλντ-Τομπάζη, και στην σημερινή συνάντηση οι ομιλητές δεν θέλησαν να δώσουν πολλές λεπτομέρειες επ’ αυτού, δεδομένου ότι η επίσημη παρουσίασή του θα πραγματοποιηθεί στις 15 Φεβρουαρίου, έχουμε κάποια πρώτα στοιχεία για το νέο πρόσωπο του Αρχαιολογικού Μουσείου της Αθήνας και τη διασύνδεσή του με το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και το «Ακροπόλ», σχέδιο που είχε ανακοινωθεί ήδη από τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης.

Κατ΄ αρχάς, θα γίνει μια μεγάλη επέκταση των χώρων του μουσείου οι οποίοι θα διπλασιαστούν και θα ξεπερνούν τα 30.000 τ.μ. Τα δύο τμήματα του μουσείου, δηλαδή το νέο και το παλιό κτίριο, θα ενοποιηθούν και η έκθεση που θα φιλοξενούν θα έχει επίσης ενιαίο χαρακτήρα. Οι αποθήκες του μουσείου, οι οποίες σήμερα φιλοξενούν περισσότερες από 125.000 αρχαιότητες, θα είναι επισκέψιμες και λειτουργικές ενώ θα δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στο κοινωνικό πρόσωπο του μουσείου, «στον ρόλο, δηλαδή, που θα διαδραματίζει στην Αθήνα, στην περιοχή, στη γειτονιά, στους Αθηναίους» όπως εξήγησε η Λίνα Μενδώνη. Στο πλαίσιο αυτό προφανώς και το νέο μουσείο θα διαθέτει Πωλητήριο και Αναψυκτήριο και χώρους εκδηλώσεων ενώ ο ήδη υπάρχων κήπος του θα διαφοροποιηθεί.

Ωστόσο, δεν θα γίνει, τελικά, υπόγεια σύνδεση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου με το «Ακροπόλ», όπως είχε προαναγγελθεί καθώς, όπως εξήγησε ο Ανδρέας Κούρκουλας, «όλες οι ομάδες που πήραν μέρος θεώρησαν ότι δεν χρειάζεται η ένταση αυτής της υπόγειας σύνδεσης και πρότειναν το πέρασμα και η σύνδεση με το «Ακροπόλ» να γίνει επιφανειακά».

Επιπλέον τα κτίρια του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, οι χώροι του οποίου επίσης αποκαθίστανται, προβλέπεται να συλλειτουργούν με την έννοια ότι θα αναβαθμίζουν πολιτιστικά τη συγκεκριμένη περιοχή.

Όσον αφορά το συνολικό κόστος του μεγάλου αυτού έργου, αυτό, σύμφωνα με τη μελέτη σκοπιμότητας, θα αγγίζει τα 300 εκατομμύρια ευρώ.

Πηγή: protothema.gr