«Σωτήριος» ο θηλασμός και για τη μητέρα – Από τι προστατεύει
Είναι γνωστό ότι ο θηλασμός κάνει καλό στα βρέφη αλλά μια νεότερη μελέτη στις ΗΠΑ τεκμηριώνει ότι μπορεί να έχει και μακροπρόθεσμα οφέλη στις μητέρες, προλαμβάνοντας τον διαβήτη τύπου 2.
Όπως αναφέρεται σε σχετικό άρθρο του επιστημονικού εντύπου JAMA Internal Medicine, ερευνητές του συστήματος Υγείας Kaiser Permanente της Βόρειας Καρολίνα, με επικεφαλής την Δρ Έρικα Γκουντερσον, αξιολόγησαν στοιχεία από έρευνα που είχε ξεκινήσει πριν 30 χρόνια.
Οι γυναίκες ήταν τότε μεταξύ 18 και 30 ετών και είχαν ελεγχθεί για καρδιακά νοσήματα. Οι ερευνητές κατά τη διάρκεια της μελέτης συγκέντρωναν και στοιχεία για την εγκυμοσύνη και τον θηλασμό. Επίσης έλεγχαν τις γυναίκες ανά πενταετία για διαβήτη. Στην παρούσα ανάλυση επικεντρώθηκαν σε στοιχεία που αφορούσαν πάνω από 1.200 γυναίκες, οποίες είχαν αποκτήσει τουλάχιστον ένα παιδί.
Οι επιστήμονες συνεκτίμησαν και άλλους παράγοντες που μπορεί να επηρεάζουν τον κίνδυνο εκδήλωσης διαβήτη τύπου 2, όπως το εισόδημα, το μορφωτικό επίπεδο, το σωματικό βάρος, η ποιότητα της διατροφής, η σωματική δραστηριότητα, η χρήση φαρμάκων και άλλες παθήσεις.
Στο τέλος της έρευνας 182 γυναίκες είχαν εκδηλώσει διαβήτη τύπου 2. Όσες είχαν θηλάσει τα παιδιά τους από έξι μήνες έως έναν χρόνο είχαν 48% λιγότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν διαβήτη τύπου 2, συγκριτικά με εκείνες που δε είχαν θηλάσει ποτέ.
Αν και η μελέτη δεν τεκμηριώσει σχέση αιτίου-αποτελέσματος οι ερευνητές υποψιάζονται ότι ο θηλασμός βοηθά το σώμα να επανέλθει σε μια πιο φυσιολογική μεταβολική κατάσταση. Άλλες μελέτες είχαν δείξει ότι όταν οι γυναίκες θηλάζουν, τα τριγλυκερίδια και τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα επιστρέφουν ταχύτερα στα πιο φυσιολογικά επίπεδα. Επίσης, οι θηλάζουσες μητέρες εκκρίνουν λιγότερη ινσουλίνη και χρησιμοποιούν περισσότερα τα αποθέματα λίπους από τους ιστούς τους.
Να σημειωθεί ότι, ο θηλασμός έχει διαπιστωθεί ότι βοηθά και στην απώλεια των κιλών της εγκυμοσύνης και μειώνει την απώλεια αίματος μετά τον τοκετό και την εμμηνορρυσία, ενώ έχει σχετιστεί και με μικρότερο κίνδυνο καρκίνων του μαστού και των ωοθηκών.