Θεσσαλονίκη: Πρόταση για τηλεργασία το χειμώνα – Φόβοι Σαρηγιάννη για τα τζάκια
Με οφέλη και για το περιβάλλον και την δημοσία υγεία
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ “ΤΥΠΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ”
Της ΜΑΡΙΑΣ ΚΟΥΖΟΥΦΗ
Την τηλεργασία ως μια άμεση λύση για μείωση των ενεργειακών αναγκών, που μπορεί να εφαρμοστεί σε μεγάλη κλίμακα και θα ήταν αποδοτικότερη και ενεργειακά και περιβαλλοντικά και κατ΄επέκταση για τη δημόσια υγεία, προτείνει ο καθηγητής Περιβαλλοντικής Μηχανικής του ΑΠΘ, Δημοσθένης Σαρηγιάννης.
Ενόψει ενός δύσκολου χειμώνα, με τις τιμές της ενέργειας να εκτοξεύονται, αρκετοί καταναλωτές θα στραφούν σε τζάκια και ξυλόσομπες ενώ προβληματισμό προκαλεί και η επιστροφή στο πετρέλαιο θέρμανσης.
«Η καύση σε τζάκια και ξυλόσομπες και η στροφή στο πετρέλαιο αναμφισβήτητα θα επιβαρύνει την ποιότητα του αέρα ειδικά στις πόλεις. Και δυστυχώς θα την επιβαρύνει και στον εσωτερικό χώρο, καθώς 50% του αέρα που βρίσκεται έξω εισέρχεται και στον εσωτερικό χώρο», τονίζει ο κ. Σαρηγιάννης μιλώντας στο «TyposThes». Ειδικά σε τζάκια επιβάρυνση υπάρχει και από τα σωματίδια που εκλύονται από την καύση σε μια ανοιχτή εστία.
Ο ίδιος σημειώνει ότι θα ήταν πιο αποδοτικό συνολικότερα και ενεργειακά και περιβαλλοντικά και κατ΄επέκταση για τη δημόσια υγεία αν αντί να δίναμε κίνητρα για να πάμε σε άλλα καύσιμα όπως το πετρέλαιο για παράδειγμα, δίναμε κίνητρα στις εταιρείες και στους εργαζόμενους (για το κόστος που θα είχαν για να θερμάνουν το σπίτι τους για να δουλέψουν από εκεί) για τηλεργασία.
Καθώς, όπως λέει, η τηλεργασία βοηθάει και στη μείωση των ενεργειακών αναγκών των επιχειρήσεων αλλά και στη μείωση των ενεργειακών αναγκών για μεταφορά, δηλαδή στα καύσιμα. «Ταυτόχρονα, επειδή ένα μεγάλο κομμάτι της ρύπανσης ειδικά στις μεγάλες πόλεις οφείλεται στις μεταφορές, έχουμε μετρήσει ότι θα έχει πολύ θετικά αποτελέσματα και στην έκλυση κυρίως σωματιδιακών ρύπων και όχι μόνο από τις μεταφορές. Αυτό ήταν και μια από τις προτάσεις που έκαναν στις χώρες μέλη και οι εμπειρογνώμονες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη μείωση των ενεργειακών τους αναγκών», τονίζει.
Όπως λέει η τηλεργασία στον τομέα των υπηρεσιών δίνει μια λύση, δεν είναι αναγκαστικά η καλύτερη, αλλά είναι αυτή που μπορεί να εφαρμοστεί άμεσα, σε μεγάλη κλίμακα, συγκριτικά με τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας ή την εξοικονόμηση ενέργειας και επιπλέον έχουμε πλέον την εμπειρία και τους μηχανισμούς από τα χρόνια του κορωνοϊού για να την εφαρμόσουμε.
Η ποιότητα του αέρα επηρεάζει τη δημόσια υγεία
Η ποιότητα του αέρα επηρεάζει πάρα πολύ τη δημόσια υγεία, ειδικά στις πόλεις. Πρέπει να ληφθεί εξάλλου υπόψη συνδυαστικά και με τις προβλέψεις για νέο κύμα κορωνοϊού. Από επιδημιολογικές μελέτες στο εξωτερικό έχει βρεθεί ότι κάποιος που έχει μια σχετική ευπάθεια και άρα νοσεί πιο σοβαρά από covid έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να πεθάνει αν έχει εκτεθεί νωρίτερα ή εκτίθεται μέχρι τότε σε αυξημένες συγκεντρώσεις αιωρούμενων σωματιδίων οι οποίες υπάρχουν στις πόλεις λόγω της καύσης πετρελαίου και ξυλείας.
Yπάρχει δηλαδή, όπως εξηγεί ο κ. Σαρηγιάννης, «ενδυνάμωση του “σκληρού δείκτη” της Covid, λόγω της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης που θα προκύψει από την αλλαγή του ενεργειακού μείγματος το οποίο κινείται προς τη λάθος κατεύθυνση, προς την κατεύθυνση της περιβαλλοντικής υποβάθμισης».
Ο καθηγητής μιλά για την αναγκαιότητα να δούμε το ενεργειακό ζήτημα πιο σφαιρικά. Είναι προτιμότερο να βελτιώσεις την ποιότητα του αέρα στις πόλεις ακόμα και αν αυτό γίνεται με το να αποφύγεις τις μεταφορές (με εφαρμογή τηλεργασίας) έτσι ώστε η επιβάρυνση που θα υπάρχει από την καύση της ξυλείας ή του πετρελαίου για θέρμανση έτσι κι αλλιώς το χειμώνα να μην προστεθεί σε μια ήδη κακή κατάσταση που υπάρχει στις πόλεις -και όχι μόνο σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη- λόγω μεταφορών. Να υπάρχει δηλαδή ένα μεγαλύτερο περιθώριο να αυξηθούν οι ρύποι λόγω θέρμανσης χωρίς να επιβαρυνθεί η δημόσια υγεία.
Και όλα αυτά με την προϋπόθεση που κάποιος καίει σχετικά ποιοτικά καύσιμα. Καθώς αν καίμε ακατάλληλα καύσιμα, «τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα και η ανάγκη να λάβει κανείς μέτρα για να αποφύγει την ατμοσφαιρική επιβάρυνση είναι ακόμη μεγαλύτερη. Είναι ξεκάθαρο αυτό», τονίζει ο καθηγητής.
Είναι σημαντικό όπως λέει να προλάβουμε καταστάσεις και ζητά επίσης να χρησιμοποιήσουμε την εμπειρία που έχει αποκτηθεί από το 2012-2013. Το διάστημα εκείνο είχαν κυκλοφορήσει πληροφοριακά έντυπα για το τι πρέπει να καίμε σε σόμπες και τζάκια κλπ ενώ τότε δημιουργήθηκε και η νομοθεσία που υπάρχει και ισχύει για την αντιμετώπιση των επεισοδίων ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Μάλιστα ο κ. Σαρηγιάννης που ήταν τότε υπεύθυνος της τεχνικής ομάδας των εμπειρογνωμόνων εκτιμά ότι η νομοθεσία αυτή θα εφαρμοστεί πολλές φορές φέτος «γιατί θα έχουμε υπερβάσεις» των ορίων ρύπανσης του αέρα.
Αναμένεται νέο κύμα κορωνοϊού με έμφαση τον Νοέμβριο
Σε ότι αφορά την εξέλιξη της πανδημίας του κορωνοϊού, ο κ. Σαρηγιάννης σημειώνεται ότι αυτήν την στιγμή κινούμαστε γύρω στα 5.000 κρούσματα ημερησίως το οποίο είναι «οριακό σημείο» με δεδομένη τη μολυσματικότητα των στελεχών της παραλλαγής Όμικρον 5 που ακόμη κυριαρχεί στη χώρα. «Κάτω από αυτό μπορεί κανείς να νιώσει λίγο πιο άνετα, πάνω από αυτό θα πρέπει κατά τη γνώμη μου κανείς να είναι λίγο πιο προσεκτικός. Όχι μόνο σε ατομικό επίπεδο αλλά και σαν Πολιτεία», σημειώνει ενώ προσθέτει ότι οι υπολογισμοί δείχνουν ότι αναμένουμε να δούμε μια νέα έξαρση από τα τέλη Οκτωβρίου με έμφαση κυρίως τον Νοέμβριο.
Ο συνδυασμός της παραλλαγής «Κένταυρος» και της «Όμικρον 5» θα κρίνει την κατάσταση, καθώς αν επικρατήσει η «Κένταυρος» μπορεί να δούμε, σύμφωνα με τον καθηγητή, ένα κύμα της τάξης των 20.000 κρουσμάτων την ημέρα.
Η αύξηση αυτή θα έχει μια επίπτωση και στους αποκαλούμενους «σκληρούς» δείκτες της πανδημίας αλλά όχι τη δραματική επίπτωση που έχουμε δει παλαιότερα. «Περιμένουμε να δούμε αύξηση και στους θανάτους αλλά όχι πέρα από τους 30 την ημέρα. Να μην είναι οι 50-60 που είχαμε το καλοκαίρι ούτε οι 120 που είχαμε τον Δεκέμβριο», όπως λέει ο κ. Σαρηγιάννης. Ο ίδιος εκτιμά ότι αν μείνουμε στις συγκεκριμένες παραλλαγές μετά τον Δεκέμβριο θα μπορούσαν τα πράγματα να είναι καλύτερα.
Επιπλέον, σημειώνει ότι ο συνδυασμός γρίπης και κορωνοϊού «μπορεί προφανώς να έχει πολύ πιο αρνητικές επιπτώσεις καθώς και τα δυο χτυπούν το ανώτερο αναπνευστικό και η γρίπη έχει συμπτώματα που μπορεί να δώσουν μεγαλύτερη επιβάρυνση».
Στο πλαίσιο αυτό τονίζει ότι είναι σημαντικό να μειώσουμε όσο δυνατόν γίνεται την έκθεσή μας και τη διασπορά σε βαθμό που μπορούμε να το κάνουμε με όρους κοινωνικής αποδοχής.